γαργαλεύω

γαργαλεύω
μετ.
1) см. γαργαλίζω; 2) колыхать, шевелить; 3) рыться, копаться, шарить;

γαργαλεύω κάποιου τις τσέπες — шарить по чьим-л. карманам;

γαργαλεύω κάποιου τη βαλίτσα — рыться в чьём-л. чемодане


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γαργαλεύω" в других словарях:

  • γαργαλεύω — [γαργάλα] γαργαλίζω …   Dictionary of Greek

  • γαργαλεύω — γαργάλεψα, γαργαλεύτηκα, γαργαλεμένος 1. ερεθίζοντας ορισμένα μέρη του σώματος προκαλώ το γέλιο: Τον γαργάλευα και γελούσε ασταμάτητα. 2. μτφ., επιχειρώ με λόγια ή πράξεις να διεγείρω τον πόθο: Τον γαργάλισε προσφέροντάς του ένα μεγάλο ποσό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • γαργάλεμα — το [γαργαλεύω] βλ. γαργάλημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»